Η Στρατηγική Αναπροσαρμογή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει ανακοινώσει τη μείωση του βασικού επιτοκίου της κατά 0,25 μονάδες, μειώνοντάς το στο 2,25%. Αυτή η απόφαση λήφθηκε σε μια εποχή που οι ανησυχίες για την ανάπτυξη υπερτερούν των φόβων για την αύξηση του πληθωρισμού.
Η μείωση αυτή αποτελεί την έβδομη συνεχόμενη μείωση επιτοκίων που εφαρμόζει η ΕΚΤ μέσα σε ένα χρόνο, γεγονός που είχε αναμένονταν από αναλυτές της αγοράς. Από τις 23 Απριλίου 2025, τα επιτόκια που αφορούν τη διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων, τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης και τη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης θα διαμορφωθούν σε 2,25%, 2,40% και 2,65% αντίστοιχα.
Το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης είναι αυτό που πληρώνουν οι τράπεζες όταν δανείζονται χρήματα από την ΕΚΤ για μια εβδομάδα. Αντίστοιχα, το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων είναι αυτό που ισχύει όταν οι τράπεζες καταθέτουν χρήματα στην κεντρική τράπεζα για μία ημέρα, ενώ το επιτόκιο της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης ισχύει για δάνεια που διαρκούν μια νύχτα.
Η ΕΚΤ δήλωσε ότι «η διαδικασία αποπληθωρισμού προχωρά ικανοποιητικά», αναφέροντας ότι οι δείκτες του πληθωρισμού συνέχισαν να εξελίσσονται σύμφωνα με τις προσδοκίες, με μειώσεις τόσο στον γενικό όσο και στον πυρήνα του πληθωρισμού τον Μάρτιο. Επιπλέον, η οικονομία της ζώνης του ευρώ έχει δείξει κάποια ανθεκτικότητα απέναντι σε παγκόσμιες κρίσεις, αν και οι προοπτικές ανάπτυξης έχουν επιδεινωθεί εξαιτίας αυξανόμενων εμπορικών εντάσεων.
Η απόφαση της ΕΚΤ έρχεται σε μια περίοδο σοβαρών παγκόσμιων εμπορικών εντάσεων, που προκαλούνται κυρίως από τους δασμούς που έχει επιβάλλει ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, οι οποίοι δημιουργούν επιπλέον κινδύνους για την ανάπτυξη της ευρωζώνης. Οι εμπορικοί αυτοί περιορισμοί ανταγωνίζονται με τις ανησυχίες για το ενδεχόμενο υπερβολικού πληθωρισμού.
Νωρίτερα φέτος, η έγκριση ενός ιστορικού πακέτου δαπανών από τη Γερμανία είχε ανεβάσει τις προσδοκίες για την οικονομία της περιοχής, ωστόσο αυτό τώρα επισκιάζεται από τις εμπορικές διαμαρτίες και τις δυσμενείς προοπτικές. Ο Τραμπ έχει επιβάλει εισφορά 10% στις εξαγωγές της ΕΕ προς τις ΗΠΑ και έχει απειλήσει να αυξήσει το ποσοστό σε 20%. Η πιθανότητα ενός παγκόσμιου εμπορικού πολέμου δεν επηρεάζει μόνο το επενδυτικό κλίμα, αλλά και την καταναλωτική ψυχολογία.
Οι οικονομολόγοι της ING εκτιμούν ότι η ανάπτυξη στην ευρωζώνη θα παραμείνει στασιμότητα κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο του Τρέχοντος Έτους, προβλέποντας ετήσια αύξηση του ΑΕΠ μόλις 0,5%, σε σύγκριση με 0,9% πέρυσι. Αυτή η μείωση οφείλεται σε οικονομική αβεβαιότητα, που περιορίζει τις δαπάνες, ενώ οι εμπορικοί αναπροσανατολισμοί από άλλες χώρες προσθέτουν επιπλέον προκλήσεις.
Για παράδειγμα, οι εισφορές 145% που επιβάλλει η Κίνα στα προϊόντα της που εξάγονται στις ΗΠΑ οδηγούν πολλούς παραγωγούς να αναζητούν εναλλακτικές αγορές. Εάν η ευρωζώνη δεχτεί μια πληθώρα προϊόντων που θα ανακατευθυνθούν, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση της προσφοράς, γεγονός που πιθανόν θα υπονομεύσει τις τιμές. Επίσης, ο ισχυρισμός του ευρώ έναντι του δολαρίου έχει οδηγήσει σε φθηνές εισαγωγές για τους Ευρωπαίους καταναλωτές.
Με την ισχυρή τάση του ευρώ που καταγράφηκε νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, καθώς έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων τριών ετών, καλούνται τα κράτη-μέλη της ΕΕ να αναπροσαρμόσουν τις οικονομικές πολιτικές τους και να προχωρήσουν με σταθερότητα προς το μέλλον, προκειμένου να αντιμετωπίσουν αυτές τις προκλήσεις.
Κων/νος Σ. Μαργαρίτης
Δημοσιογράφος