www.macedoniapress.gr
ΔΙΕΘΝΗΕΛΛΑΔΑΝΕΑΠΟΛΙΤΙΚΗΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Η Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Αμυντική Βιομηχανία: Ερωτήματα για την Ελληνική Πολιτική και τη Στρατηγική Στρατηγικής Σύνθεσης

Da87edbe1f3abb155186fd1826839e78
Κοινοποίηση

Η Συμμετοχή της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Αμυντική Βιομηχανία

Η Ρωσία, από τον Φεβρουάριο του 2022 και την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, έχει καταστεί ο επίσημα διακηρυγμένος εχθρός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Η Διακήρυξη των Βερσαλλιών, που υπεγράφη στις 10-11 Μαρτίου 2022, αποτέλεσε την αφετηρία για την πιο σκληρή αντιμετώπιση της ρωσικής επιθετικότητας, η οποία έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια ασφάλεια. Οι ηγέτες της ΕΕ έχουν αναγγείλει έντονα ότι η ρωσική στρατηγική παραβιάζει το διεθνές δίκαιο και τις αξίες του Χάρτη του ΟΗΕ.

Αυτός ο αυξανόμενος ανταγωνισμός και η απαίτηση για αναβάθμιση της αμυντικής ικανότητας της ΕΕ, συνιστούν καθοριστικές αιτίες για τη στρατηγική απόφαση να επενδυθούν σημαντικά κεφάλαια στην αμυντική βιομηχανία. Το σχέδιο “ReArm Europe”, το οποίο παρουσίασε η Κομισιόν το 2025, προβλέπει τις 800 δισ. ευρώ συνολικά σε αμυντικές δαπάνες και το πρόγραμμα SAFE (Security Action for Europe), που περιλαμβάνει 150 δισ. ευρώ για την υποστήριξη κρατών-μελών στην αμυντική τους βιομηχανία.

Ωστόσο, η συνέπεια αυτού του σχεδίου στο βραχυπρόθεσμο μέλλον είναι η συμμετοχή της Τουρκίας στη διαδικασία ανάπτυξης ευρωπαϊκών αμυντικών έργων. Ο Κανονισμός SAFE, που εγκρίθηκε τον Μάιο του 2025, καθιστά δυνατή αυτή τη συμμετοχή, γεγονός που προκάλεσε ανησυχίες στην ελληνική πολιτική σκηνή και οδήγησε σε φωνές που μιλούσαν για εθνική ήττα και αποτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Η ελληνική κυβέρνηση υπερασπίστηκε τη θέση της, επικαλούμενη το γεγονός ότι δεν μπορούσε να εμποδίσει την έγκριση του Κανονισμού, καθώς απαιτείτο μόνο ειδική πλειοψηφία και όχι ομοφωνία. Παρ’ όλα αυτά, δημιουργείται ένα ερώτημα για το κατά πόσον αυτή η δικαιολογία αρκεί και αν αποτελεί ένδειξη της απώλειας επιρροής της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή εσωτερική πολιτική.

Αναλύοντας τη στρατηγική συνεργασίας της ΕΕ με κράτη ή οργανισμούς σε όλο τον κόσμο, προκύπτει σαφώς ότι η ΕΕ επιδιώκει συνεργασίες με χώρες που μοιράζονται τις ίδιες αξίες και στρατηγικές επιδιώξεις. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τη “Στρατηγική Πυξίδα για την Ασφάλεια και την Άμυνα” που δημοσιεύθηκε το 2022, όπου οι ηγέτες επεσήμαναν τη σημασία της συνεργασίας με χώρες που συμφωνούν σε κοινές αξίες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς και η Ιαπωνία. Αν και η Τουρκία αναγνωρίζεται ως συνεργάτης, οι προϋποθέσεις για τη συνεργασία είναι αυστηρές, περιλαμβάνοντας τη μεταρρύθμιση της τουρκικής πολιτικής απέναντι στο κράτος δικαίου και την προώθηση της ειρηνικής επίλυσης ζητημάτων, όπως το Κυπριακό.

Ένας από τους κεντρικούς προβληματισμούς είναι η συμμετοχή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία παρόλο που διατηρεί και τους ρωσικούς πυραύλους S-400. Πώς μπορεί η Τουρκία να συμμετάσχει σε σχέδια που σχετίζονται με την ευρωπαϊκή ασφάλεια, όταν έχει απεμπολήσει τα συμφέροντα της ΕΕ μέσω της συνεχούς συνεργασίας της με τη Ρωσία; Αυτό δημιουργεί επιπλέον ερωτήματα για τα κριτήρια που εφαρμόζει η ΕΕ σχετικά με την ένταξη τρίτων χωρών στην αμυντική της πολιτική.

Η ελληνική κυβέρνηση, δια των αντιπροσώπων της, υποστηρίζει ότι πέτυχε να περιληφθούν προϋποθέσεις στην αναθεώρηση του Κανονισμού SAFE, που απαιτούν ομοφωνία για οποιαδήποτε διμερή συμφωνία με τρίτες χώρες στο πρόγραμμα αυτό. Ωστόσο, αυτό ενδεχομένως να αποτελεί μια προσπάθεια να καθησυχαστούν οι ανησυχίες της κοινής γνώμης, καθώς η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην αμυντική βιομηχανία είναι αναγκαία και οι τουρκικές εταιρείες είναι πολύ πιθανό να συμμετάσχουν μέσω συνεργασιών με ευρωπαϊκές εταιρείες.

Συνεπώς, η ελληνική πολιτική να φοβάται να αναδείξει τις ανησυχίες της και να θέσει ως ζήτημα την συμμετοχή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία καθίσταται διπλωματικά προβληματική. Αυτή η αδυναμία να αντιπαρατεθεί και να αμφισβητήσει τη θέση της Τουρκίας σηματοδοτεί μια έντονη αίσθηση της ήττας και της στρατηγικής αδυναμίας.

Αθροίζοντας όλα τα παραπάνω, το πρόβλημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής καθίσταται εμφανές. Η Τουρκία είναι μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη που καθορίζει τις γεωπολιτικές εξελίξεις και η Ελλάδα φαίνεται να αποφεύγει να προχωρήσει σε σοβαρές και δυναμικές αντιδράσεις. Αυτό μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις για το μέλλον της χώρας, καθώς το ερώτημα είναι αν η πολιτική της συνεχίζει να παραμένει ουδέτερη ή αν είναι καιρός για στήριξη πιο επιθετικών και ριζοσπαστικών στρατηγικών απέναντι στην τουρκική απειλή.

* Ο Χρήστος Γκουγκουρέλας είναι Δικηγόρος, LLM in International Commercial Law, LLM in European Law, Cer. LSE in Business, International Relations and political science.