Ατμοσφαιρική Ρύπανση στη Θεσσαλονίκη: Ανάλυση και Αιτίες
Σύμφωνα με τους ερευνητές Σοφία Χριστοφορίδου και Γιώργο Τσαντίκο, η Θεσσαλονίκη αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα ατμοσφαιρικής ρύπανσης, κυρίως λόγω των χαμηλότερων θερμοκρασιών που επικρατούν στην περιοχή, οι οποίες αυξάνουν τις ανάγκες θέρμανσης. Ιδιαίτερη αιτία είναι η χρήση βιομάζας, που είναι η κύρια πηγή παραγωγής αιωρούμενων σωματιδίων. Ωστόσο, η πόλη διαθέτει και άλλα χαρακτηριστικά που εντείνουν αυτή την κατάσταση.
Η συγκεκριμένη ανάλυση αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης έρευνας με τίτλο «Ατμοσφαιρική Ρύπανση: Η Ιστορία Δύο Πόλεων,» η οποία εστιάζει στη Θεσσαλονίκη και τα Ιωάννινα, με την υποστήριξη του μη κερδοσκοπικού οργανισμού iMEdD.
Ο μεταδιδακτορικός ερευνητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Σεραφείμ Κοντός, αναφέρει ότι το 50% της σωματιδιακής ρύπανσης στη Θεσσαλονίκη δεν προέρχεται από ανθρωπογενείς δραστηριότητες, αλλά οφείλεται είτε σε ρύπανση υποβάθρου είτε σε ρύπανση που έχει μεταφερθεί από άλλες περιοχές.
Ρύπανση Υποβάθρου: Αναφέρεται στους ρύπους που δεν σχετίζονται άμεσα με ανθρωπογενείς πηγές. Αυτή μετράται σε περιοχές που δεν επηρεάζονται από μεγάλες παραγωγικές πηγές σωματιδίων. Στη Θεσσαλονίκη, υπάρχουν δύο σταθμοί μέτρησης υποβάθρου, στη Νεοχωρούδα και στο Πανόραμα. Κατά την Ετήσια Έκθεση Ποιότητας της Ατμόσφαιρας του 2023 του Υπουργείου Περιβάλλοντος, οι μέσες ετήσιες συγκεντρώσεις ΡΜ10 κυμαίνονται μεταξύ 17-24 μg/m3, ενώ οι ΡΜ2.5 μεταξύ 9-11 μg/m3. Ο κ. Κόντος τονίζει ότι η ρύπανση υποβάθρου συνεισφέρει κατά μέσο όρο στο 50% των αιωρούμενων σωματιδίων στην πόλη.
Εισαγόμενη Ρύπανση: Προέρχεται κυρίως από τη Βόρεια Αφρική και επηρεάζει την Ελλάδα, με τις μεταφορές αφρικανικής σκόνης να συμβαίνουν κυρίως την άνοιξη και το φθινόπωρο. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι συγκεντρώσεις PM10 ενδέχεται να ξεπεράσουν τα 100 μg/m³, επηρεάζοντας τη συνολική ποιότητα του αέρα.
Αντίστοιχα, η ανατολική Μεσόγειος, με τις βιομηχανικές δραστηριότητες της Τουρκίας και της Μέσης Ανατολής, συμβάλλει στη μεταφορά ρύπων μέσω των βόρειων ανέμων, ιδίως τον χειμώνα, όταν οι χαμηλές θερμοκρασίες ευνοούν τη συγκέντρωση σωματιδίων.
Επιπλέον, ρύποι προέρχονται από τη Δυτική Ευρώπη, με κύριες πηγές την Ιταλία και τη Γαλλία, και μεταφέρονται στη Θεσσαλονίκη μέσω της δυτικής ροής του αέρα. Αυτές οι διαδικασίες μπορεί να επηρεάζουν τη σύσταση των PM2.5, ειδικά σε περιόδους έντονων καιρικών φαινομένων.
Ο κ. Κοντός αναφέρει ότι η εκτίμηση της ποσότητας εισαγόμενης ρύπανσης γίνεται συνολικά, εξαιτίας της έλλειψης εκτεταμένων ερευνών. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έκθεση, ο μέσος όρος διασυνοριακής συνεισφοράς τα τελευταία πέντε χρόνια είναι 24 μg/m3 για τα ΡΜ10 και περίπου 15 μg/m3 για τα ΡΜ2. Η γεωμορφολογία της Θεσσαλονίκης, καθώς και οι καιρικές συνθήκες, προσθέτουν δυσκολίες στην κατάσταση αυτή.
Η Γεωμορφολογία και οι Καιρικές Συνθήκες
Η γεωμορφολογία και οι καιρικές συνθήκες διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη συγκέντρωση σωματιδίων στην ατμόσφαιρα. Ο μετεωρολόγος και μεταδιδακτορικός ερευνητής Σταύρος Κέππας εξηγεί πως «οι περιοχές με χαμηλούς ατμοσφαιρικούς δείκτες είναι γενικά αυτές που επηρεάζονται περισσότερο από ρύπους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις αστικές και βιομηχανικές περιοχές, καθώς η λειτουργία κεντρικών θερμάνσεων και η κυκλοφορία των οχημάτων συμβάλλουν στην επιβάρυνση της ατμόσφαιρας. Αν η θαλάσσια αύρα επικρατήσει, μπορεί να συγκεντρώσει ρύπους στην πόλη, ειδικά αν υπάρχουν ορεινοί όγκοι που εγκλωβίζουν τους ρύπους.»
Οι χαμηλές θερμοκρασίες και οι στατικές ατμοσφαιρικές συνθήκες, κυρίως τη νύχτα, οδηγούν σε περισσότερη συσσώρευση αέριων ρύπων. Ο κ. Κέππας επισημαίνει ότι οι ρύποι «κάθονται» κατά τη διάρκεια της νύχτας λόγω του βάρους των κρύων αέριων μαζών που κινούνται προς τα κάτω στα χαμηλότερα στρώματα της ατμόσφαιρας.
Μικροσωματίδια: Ορατά και Επικίνδυνα
Τα αιωρούμενα μικροσωματίδια είναι συσσωματώματα μορίων σε στερεά ή υγρή μορφή, που διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες: ΡΜ10 και ΡΜ2,5. Αυτά τα σωματίδια μπορούν να προσκολλώνται με τοξικές ουσίες που επιβαρύνουν το αναπνευστικό σύστημα. Ο μεταδιδακτορικός ερευνητής Σταύρος Χεριστανίδης τονίζει ότι η σύνθεση των μικροσωματιδίων αναλύεται περιστασιακά, καθώς η διαδικασία είναι πολύπλοκη και κοστοβόρα λόγω των απαιτήσεων της ΕΕ.
Η Συνεισφορά από τις Καύσεις Βιομάζας
Τα μικροσωματίδια προέρχονται από φυσικές και ανθρωπογενείς πηγές, με τις καύσεις βιομάζας να αποτελούν τη μεγαλύτερη πηγή το χειμώνα. Ο καθηγητής Δημήτρης Μελάς αναφέρει ότι οι εκπομπές σωματιδίων από βιομάζα είναι μέχρι και 1.000 φορές μεγαλύτερες από αυτές άλλων καυσίμων, εξαρτώμενες από την ποιότητα και τις διατάξεις καύσης. Όσο περισσότερα σπίτια θερμαίνονται με ανοιχτά τζάκια, τόσο μεγαλύτερη είναι η ρύπανση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, σχεδόν το 40% των κατοικιών που θερμαίνονται με βιομάζα χρησιμοποιούν ανοιχτά τζάκια, τα οποία εκπέμπουν κατά πολύ περισσότερα σωματίδια σε σχέση με άλλα συστήματα θέρμανσης.
Θα ακολουθήσει τρίτο μέρος της έρευνας, το οποίο θα εστιάσει σε συμφραζόμενα και λύσεις για την αντιμετώπιση αυτής της κρίσιμης κατάστασης στην ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης.