www.macedoniapress.gr
ΕΛΛΑΔΑΚΟΙΝΩΝΙΚΑΝΕΑΟΙΚΟΝΟΜΙΑΠΟΛΙΤΙΚΗΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Δημοσιονομικό Πλεόνασμα και Κοινωνικές Παροχές: Προκλήσεις και Ευκαιρίες στην Πολιτική του Κ. Μητσοτάκη

879edbe5a19b7ac6f71375fec2018f33 no watermark
Κοινοποίηση

Η Οικονομία στο Σκοτάδι και η Προοπτική του Μέλλοντος

Την Τρίτη ανακοινώθηκαν μέτρα ελάφρυνσης για τους πιο ευάλωτους συμπολίτες μας, μετά την επιβεβαίωση ότι η χώρα πέτυχε δημοσιονομικό πλεόνασμα ύψους 4,8% του ΑΕΠ για το 2024, που ισοδυναμεί με 11,4 δισ. ευρώ. Πρόκειται για ένα ποσό σχεδόν διπλάσιο από τις προβλέψεις του προϋπολογισμού, ο οποίος εκτιμούσε ένα πλεόνασμα μόλις 5 δισ. ευρώ ή περίπου 2,5% του ΑΕΠ. Είναι σαφές ότι η αύξηση των κρατικών εσόδων δεν προήλθε από υπερφορολόγηση, μία άποψη που θα στήριζαν μόνο οι οικονομικά αδαείς. Επιπλέον, η αύξηση αυτή δεν οφείλεται αποκλειστικά στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, καθώς σημαντικό μέρος των αυξημένων κρατικών εσόδων προέρχεται από την υπεραπόδοση έμμεσων φόρων, κυρίως του ΦΠΑ. Αυτή η υπεραπόδοση συνδέεται άμεσα με τις υψηλές τιμές σε είδη πρώτης ανάγκης και ενοίκια, γεγονός που οδηγεί τη χώρα να βρίσκεται σε προτελευταία θέση στην αγοραστική δύναμη των Ευρωπαίων πολιτών. Ακολουθώντας μια πτωτική πορεία στην αγοραστική δύναμη, πλήττονται επίσης η αποταμίευση και οι μικρές ιδιωτικές επενδύσεις.

Η επίτευξη του υπερπλεονάσματος έχει οδηγήσει σε έντονες αντιπαραθέσεις σχετικά με τον καλύτερο τρόπο αξιοποίησης αυτών των διαθέσιμων πόρων. Κόμματα της Αριστεράς κατακρίνουν την κυβέρνηση, ζητώντας περισσότερες κοινωνικές παροχές, ενώ άλλοι την επικρίνουν για τη λιγότερη στήριξη που ανακοινώθηκε. Κάποιοι επιθυμούν την προπληρωμή περισσότερων χρεών, άλλοι ζητούν δραστική μείωση φορολογικών βαρών και ορισμένοι προτείνουν αυξημένες μεταβιβάσεις για επενδύσεις και έρευνα. Υπό την πολιτική οπτική, η διάθεση των πόρων σε παροχές φαίνεται να είναι η ιδανική επιλογή, καθώς προκαλεί ανακούφιση στην κοινωνία και ενισχύει την κοινωνική συνοχή.

Από μια πιο τεχνοκρατική σκοπιά, η άμεση μείωση του δημοσίου χρέους είναι προτιμητέα, καθώς βελτιώνει τους βασικούς δείκτες, μειώνει το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους και διευκολύνει την επίτευξη νέων πλεονασμάτων. Η μείωση των φόρων θεωρείται ελκυστική από τους νεοφιλελεύθερους, καθώς προάγει ταχύτερη ανάπτυξη και κεφαλαιακή ελευθερία. Από την άλλη πλευρά, οι εκσυγχρονιστές επισημαίνουν ότι μόνο οι επενδύσεις μπορούν να διασφαλίσουν το μέλλον. Στην πραγματικότητα, η κατάσταση είναι αρκετά πιο σύνθετη από ότι φαίνεται αρχικά.

Βρισκόμαστε μπροστά σε δύο εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις. Η μακροοικονομική προσέγγιση απαιτεί δημοσιονομική υπευθυνότητα και βελτίωση των οικονομικών προοπτικών, ενώ η μικροοικονομική προότεροι τη στήριξη των επιχειρήσεων και την ανακούφιση των χαμηλών εισοδημάτων. Η μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ είναι κρίσιμη, καθώς η πρόωρη εξόφληση δανείων μειώνει τον αριθμητή, χωρίς ωστόσο να παραβλέπουμε την πρόοδο στην αύξηση της κατανάλωσης, που ενισχύει τον παρονομαστή.

Η επιβολή αυστηρής πειθαρχίας στη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών στο παρελθόν οδήγησε σε μεγάλη λιτότητα και κατέστρεψε πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις χωρίς ικανοποιητική αποδοτικότητα στην εθνική οικονομία. Το αξιόλογο ανθρώπινο δυναμικό διαρκώς περιορίζεται λόγω μόνιμης μετανάστευσης, ενώ οι τράπεζες δεν έχουν επαρκή κεφάλαια για να στηρίξουν τους ελάχιστους ικανούς πελάτες τους. Αν και η προ-2010 δημοσιονομική πολιτική μας οδήγησε σε κρίση, η σκοπιμότητα περιφρούρησης πολλαπλών πλεονασμάτων δεν είναι πάντα ωφέλιμη.

Οι κοινωνικές παροχές προσφέρουν και άλλα οφέλη πέρα από την αύξηση του ΑΕΠ, όπως την άμεση ενίσχυση των φορολογικών εσόδων που διοχετεύονται άμεσα στην αγορά. Το κόστος των ανακοινωθέντων μέτρων ανέρχεται σε 1,1 δισ. ευρώ, αφήνοντας σχεδόν 4 δισ. ευρώ που μπορούν να διατεθούν μέσω νέου πακέτου μέτρων, με βασικό περιεχόμενο τις φορολογικές ελαφρύνσεις για μεσαία εισοδήματα. Ωστόσο, μια σημαντική μερίδα πολιτών δεν θα επωφεληθεί από τη μείωση των άμεσων φόρων λόγω εξαιρετικά χαμηλών εισοδημάτων. Αντίθετα, η μείωση των έμμεσων φόρων μπορεί να ωφελήσει τους καταναλωτές, αν και η πραγματικότητα είναι ότι μέρος αυτής της μείωσης μπορεί τελικά να βρίσκεται σε τσέπες των επιχειρηματιών χωρίς τιμές να μειωθούν.

Από την άλλη πλευρά, για να ενισχυθεί η εθνική μας υποδομή, ανακοινώθηκε η τοποθέτηση 500 εκατομμυρίων ευρώ στο εθνικό πρόγραμμα επενδύσεων. Ωστόσο, η προσφορά αυτών των πόρων δεν εξασφαλίζει εξέλιξη, αν οι επενδύσεις δεν αναπτυχθούν με στρατηγικό σχέδιο. Ανάλογα με το πως σταθμίζονται οι υποδομές όπως αυτοκινητόδρομοι και βιομηχανικές μονάδες, είναι φανερό πως χρειάζεται μια ισορροπημένη προσέγγιση μεταξύ γενναιοδωρίας και σύνεσης, με στοχευμένα μεσοπρόθεσμα μέτρα, κάτι που φαίνεται να επιδιώκει η κυβέρνηση.

Πρόσφατα, γιορτάσαμε 15 χρόνια από το Καστελόριζο, αναζητώντας τι διδάγματα έχουμε αποκομίσει. Παρά την πρόοδο, η ανταγωνιστικότητα της εθνικής μας οικονομίας παραμένει χαμηλή λόγω στρεβλώσεων, με το εγχώριο πληθωρισμό να πλήττει πολλούς πολίτες και νοικοκυριά. Είναι σαφές ότι δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές για να ξεφύγουμε από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε, και απαιτείται να προχωρήσουμε με πρακτική προσέγγιση και ελπίδα.

Το Νέο Πρόγραμμα «Σπίτι μου 2»

Σχετικά με το πρόγραμμα «Σπίτι μου 2», οι συζητήσεις συνεχίζονται γύρω από τη σημασία της επιδότησης αγοράς και της επιστροφής ενοικίου για την αγορά ακινήτων και την πρόσβαση των νέων ζευγαριών στη στέγαση. Αν και υπάρχουν επιφυλάξεις σχετικά με πιθανές αυξήσεις στις τιμές των ακινήτων, πιστεύω ότι οι αυξήσεις θα είναι πολύ πιο περιορισμένες από τις αναμενόμενες. Οι απαιτήσεις αγοράς ακινήτων είναι ήδη υψηλές, και οποιαδήποτε υπερβολική αύξηση θα μπορούσε να οδηγήσει αυτά τα ακίνητα σε αδράνεια της αγοράς.

*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 27.04.2025