Εξελίξεις στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης
Ελεύθεροι αφέθηκαν μετά τις απολογίες τους οι έξι συλληφθέντες που κατηγορούνται για χρηματισμό στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται μια ιατροδικαστής, ένας απόστρατος αστυνομικός, νεκροτόμοι και εκπρόσωποι γραφείων τελετών. Από τους έξι, τέσσερις αφέθηκαν ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους, οι οποίοι περιλαμβάνουν απαγόρευση εξόδου και υποχρέωση εμφάνισης σε αστυνομικό τμήμα, καθώς και χρηματική εγγύηση που φθάνει μέχρι 5.000 ευρώ. Οι υπόλοιποι δύο αφέθηκαν χωρίς όρους.
Η έρευνα αυτή προήλθε από ανώνυμη καταγγελία που έγινε τον περασμένο Οκτώβριο, η οποία κάλεσε την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας Βορείου Ελλάδος της ΕΛ.ΑΣ. να εξετάσει καταγγελίες για παράνομες φυλάξεις πτωμάτων, ταριχεύσεις και καλλωπισμούς νεκρών, οι οποίες φέρονται να γίνονται με αντάλλαγμα χρηματικά ποσά. Αυτή η κατάσταση ανέδειξε σοβαρές παραβάσεις εντός της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας, που προκαλούν την ανησυχία της κοινής γνώμης και των θεσμών.
Ποινικές Διώξεις και Κατηγορίες
Αναφορικά με την υπόθεση, σε βάρος των εμπλεκόμενων ασκήθηκε ποινική δίωξη για συνολικά 14 αδικήματα. Τα αδικήματα περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τις κατηγορίες της δωροληψίας και δωροδοκίας υπαλλήλου, της συμμορίας, και παράβαση καθήκοντος, καθώς και ψευδείς ιατρικές βεβαιώσεις και παραβάσεις υγειονομικών διατάξεων. Το νομικό πλαίσιο γύρω από αυτές τις κατηγορίες είναι ιδιαίτερα αυστηρό και ενδέχεται να επιφέρει σοβαρές ποινές στους ενεχόμενους.
Κατά τη διάρκεια των απολογιών τους, οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν τις κατηγορίες, υποστηρίζοντας ότι ενήργησαν χωρίς δόλο και ότι τα οικονομικά μέτρα που εξέδιδαν ήταν για νόμιμο έργο. Ανέφεραν επίσης ότι τα παραστατικά που παρέδιδαν ήταν κανονικά φορολογικά έγγραφα. Οι θέσεις αυτές προκαλούν σημαντικούς νομικούς προβληματισμούς και η ανάκριση συνεχίζεται για την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης.
Η υπόθεση αυτή έχει προκαλέσει έντονο δημόσιο διάλογο για την ηθική και νόμιμη λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών, θέτοντας σε αμφισβήτηση την αξιοπιστία των θεσμών και αναδεικνύοντας την ανάγκη για αυστηρότερες ελέγχους στο μέλλον.